Ιερά Μονή Προφήτη Ηλιού

Κάτω Πορόια Σερρών


Η Ιερά Μονή Προφήτη Ηλιού είναι το γυναικείο μοναστήρι του γέροντα Δοσίθεου. Βρίσκεται στα Κάτω Πορόια Σερρών του Δήμου Σιντικής και υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου. Εδώ εκκλησιάζεται ο γέροντας Δοσίθεος κάθε Κυριακή και κάνει ομιλίες μετά την Θεία Λειτουργία, πριν επιστρέψει στην Ιερά Μονή Αγίας Σκέπης.


Ημέρες και ώρες επίσκεψης

Δευτέρα: Κλειστά

Τρίτη: 10:00-13:00  & 16:00-19:00 

Τετάρτη: Κλειστά

Πέμπτη: 10:00-13:00  & 16:00-19:00

Παρασκευή: Κλειστά

Σάββατο: 10:00-13:00  & 16:00-19:00

Κυριακή: 07:30-13:00  & 16:00-19:00


Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ (ΗΛΙΟΥ)

ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

Μέσα στην χορεία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης ξεχωριστή είναι η θέση του Προφήτη Ηλία, ο οποίος μίλησε για την έλευση του Χριστού στη γη 816 χρόνια πριν. Ο Προφήτης Ηλίας έζησε τον 9 π.Χ. αιώνα και ήταν γιος του Σωβάκ και καταγόταν από τη Θέσβη (γι' αυτό και ονομάστηκε Θεσβίτης), το σημερινό El Istib, της περιοχής Γαλαάδ και άνηκε στην φυλή του Ααρών. 

Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είδε μία Θεία οπτασία: Δύο άνδρες λευκοφορεμένοι τον ονόμαζαν Ηλία, τον σπαργάνωναν με φωτιά και του έδιναν φλόγα να φάει. Τότε ο πατέρας του πήγε στα Ιεροσόλυμα και, αφού περιέγραψε την οπτασία στους Ιερείς, εκείνοι του είπαν, ερμηνεύοντας την οπτασία, ότι ο γιος του θα γίνει Προφήτης και θα κρίνει το Ισραήλ με δίκοπο μαχαίρι και φωτιά.

Ο Προφήτης Ηλίας άσκησε το προφητικό του χάρισμα επί 25 έτη στα χρόνια του βασιλέα Αχαάβ, που βασίλεψε στα 873 - 854 π.Χ. Ο Αχαάβ και μάλιστα η γυναίκα του Ιεζάβελ ήσαν άνθρωποι ασεβείς και ο Προφήτης Ηλίας τους πολέμησε. Η Ιεζάβελ, που δεν ήταν ισραηλίτισσα και γινόταν αιτία να νοθεύεται η Πίστη από ειδωλολατρικά έθιμα, κυνήγησε πολύ τον Προφήτη Ηλία, όπως η Ηρωδιάδα τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Ο προφήτης Ηλίας, ως απεσταλμένος του Θεού, πήγε στον βασιλιά Αχαάβ και προφήτευσε ότι θα ακολουθήσουν τρία χρόνια ανομβρίας στη χώραΈπειτα ο Κύριος είπε στον Ηλία, προκειμένου ν' αποφύγει την οργή του Αχαάβ, να πάει και να κρυφτεί στο χείμαρρο Χορράθ, ανατολικά του Ιορδάνη. Έτσι ο Ηλίας υπάκουσε στην εντολή του Κυρίου και κρύφτηκε στο χείμαρρο Χορράθ. Εκεί οι κόρακες, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου, του έφερναν ψωμί το πρωί και κρέας το βράδυ. Κι από το χείμαρρο έπινε νερό. Μετά όμως από μερικές ημέρες ξεράθηκε ο χείμαρρος, λόγω της ανομβρίας στη χώρα (Γ' Βασιλειών 17,1-7).

Όταν ξεράθηκε ο χείμαρρος, ο προφήτης Ηλίας πήρε καινούρια εντολή από τον Κύριο, να πάει στη Σαρεπτά, στην περιοχή της Σιδώνας, και να μείνει εκεί. Όταν έφτασε στην πύλη της πόλης, είδε μια χήρα που μάζευε ξύλα. Της φώναξε και της ζήτησε να του φέρει λίγο νερό σ' ένα κύπελλο για να πιει. Ενώ αυτή πήγαινε να φέρει νερό, ο Ηλίας της φώναξε ξανά να του φέρει και λίγο ψωμί, από εκείνο που κρατούσε στο χέρι της. Εκείνη του απάντησε, ότι δεν είχε ψωμί, παρά μόνο μια χούφτα αλεύρι στο πιθάρι και λίγο λάδι στο δοχείο. Και ότι πήγε εκεί για να μαζέψει λίγα ξύλα, για να ετοιμάσει για κείνη και το γιο της ό,τι έχει απομείνει από το αλεύρι, και μετά να πεθάνουν από την πείνα. Ο Ηλίας όμως της είπε να μην ανησυχεί και να πράξει όπως της είπε. Μόνο να φτιάξει πρώτα μια μικρή λαγάνα για κείνον κι έπειτα να φτιάξει για κείνη και το γιο της. Γιατί ο Κύριος είπε, ότι το πιθάρι με το αλεύρι δεν θ' αδειάσει και το λάδι στο δοχείο δεν θα λιγοστέψει, ως τη μέρα που ο Κύριος θα στείλει βροχή ξανά στη γη. Πήγε, λοιπόν, η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο προφήτης. Κι έμεινε ο Ηλίας στο σπίτι της και τρώγανε για πολλές μέρες. Πράγματι, το πιθάρι με το αλεύρι δεν άδειασε και το λάδι στο δοχείο δε λιγόστεψε, όπως ακριβώς είχε πει ο Κύριος μέσω του Ηλία (Γ' Βασιλειών 17,8-16). 

Έπειτα από τα γεγονότα αυτά αρρώστησε ο γιος της γυναίκας. Η αρρώστια του ήταν πάρα πολύ βαριά, ώστε έσβησε πλέον η ζωή του. Τότε η γυναίκα είπε στον Ηλία: «Τι είμαι εγώ για σένα, άνθρωπε του Θεού; Ήρθες στο σπίτι μου για να θυμηθεί ο Κύριος της αμαρτίες μου και να θανατώσει το γιο μου;» Τότε ο Ηλίας της ζήτησε να του φέρει το παιδί της. Το πήρε από την αγκαλιά της και το ανέβασε στο ανώγι, όπου έμενε ο ίδιος, και το ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι του. Προσευχήθηκε τότε στον Κύριο και του είπε, γιατί έκανε κακό στη χήρα που τον φιλοξενεί και άφησε να πεθάνει ο γιος της; Μετά φύσηξε πάνω στο παιδί τρεις φορές και προσευχήθηκε στον Κύριο να επιστρέψει πίσω η ψυχή του παιδιού. Ο Κύριος άκουσε την επίκληση του Ηλία, ξαναγύρισε η ψυχή του παιδιού μέσα του και αναστήθηκε. Και τότε φώναξε δυνατά το παιδί. Ο Ηλίας πήρε το παιδί και το παρέδωσε στη μητέρα του, λέγοντας πως το παιδί της είναι ζωντανό. Εκείνη του απάντησε, ότι έχει πεισθεί πως είναι άνθρωπος του Θεού και πως ό,τι προφητεύει είναι πραγματικά λόγος του Κυρίου (Γ' Βασιλειών 17,17-24).

Μετά από πολύ καιρό, το τρίτο έτος της ξηρασίας, ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ηλία να παρουσιαστεί στον Αχαάβ και του είπε ότι θα στείλει βροχή στη γη. Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Ηλίας να πάει στον Αχαάβ, ενώ η πείνα λόγω της ανομβρίας είχε επιδεινωθεί στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ εκείνες τις μέρες είχε καλέσει τον Αβδιού, τον αρχιοικονόμο του, ο οποίος σεβόταν πολύ τον Κύριο. Κι όταν η Ιεζάβελ είχε διατάξει να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου, ο Αβδιού είχε πάρει εκατό προφήτες και τους είχε κρύψει από πενήντα σε δύο σπήλαια και τους προμήθευε ψωμί και νερό. Ο Αχαάβ, λοιπόν, είχε πει στον Αβδιού να πάνε σε όλες τις πηγές και στους χειμάρρους της χώρας, μήπως βρουν χορτάρι για να ταΐσουν τα άλογα και τα μουλάρια του παλατιού, πριν πεθάνουν μέσα στους στάβλους. Μοίρασαν, λοιπόν, τη χώρα ώστε να πάνε παντού. Ο Αχαάβ πήρε τον ένα δρόμο και ο Αβδιού πήρε τον άλλο δρόμο.

Στο δρόμο του ο Αβδιού συνάντησε τον προφήτη Ηλία. Τον αναγνώρισε, τον προσκύνησε και του είπε: «Εσύ είσαι αλήθεια ο Ηλίας;» Ο προφήτης Ηλίας του απάντησε «Εγώ είμαι. Πήγαινε να πεις στον κύριό σου ότι ο Ηλίας είναι εδώ». Τότε ο Αβδιού του είπε: «Σε τι αμάρτησα και θέλεις να ρίξεις το δούλο σου στα χέρια του Αχαάβ, να με θανατώσει; Σε διαβεβαιώνω, ενώπιον του Κυρίου, ότι δεν υπάρχει έθνος και βασίλειο που ο Αχαάβ να μην έστειλε να σε αναζητήσουν. Κι όταν του έλεγαν ότι δεν ήσουν εκεί, αυτός παρέδιδε στη φωτιά τη χώρα εκείνη. Και τώρα εσύ μου λες να πάω να του πω πως είσαι εδώ; Κι αν τώρα που θ' αποχωριστούμε το Πνεύμα του Κυρίου σε μεταφέρει αλλού, κι εγώ πάω να ειδοποιήσω τον Αχαάβ κι έπειτα δεν σε βρει, τότε πάνω στο θυμό του θα με θανατώσει. Αλλά εγώ, ο δούλος σου, σέβομαι τον Κύριο από τα νιάτα μου. Ασφαλώς δεν θα ξέρεις, κύριε μου, τι έκανα, όταν η Ιεζάβελ διέταξε να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου; Εγώ έκρυψα εκατό προφήτες, πενήντα σε κάθε σπηλιά και τους προμήθευα ψωμί και νερό. Και τώρα μου λες να πάω να πω στον κύριό μου πως ο Ηλίας είναι εδώ; Τότε είναι που θα με θανατώσει!» (Γ' Βασιλειών 18,1-14).

Ο Ηλίας τον καθησύχασε και τον διαβεβαίωσε, ενώπιον του Κυρίου, πως σήμερα θα παρουσιαστεί στον Αχαάβ οπωσδήποτε. Έτσι ο Αβδιού πήγε και βρήκε τον Αχαάβ και του έδωσε το μήνυμα του προφήτη. Πράγματι ο Αχαάβ πήγε να συναντήσει τον Ηλία. Μόλις τον είδε, του είπε: «Εσύ είσαι που αναστατώνεις τον ισραηλιτικό λαό;» Ο Ηλίας του απάντησε: «Δεν αναστατώνω εγώ τον λαό, αλλά εσύ και η οικογένεια του πατέρα σου, επειδή αρνηθήκατε να υπακούσετε τις εντολές του Κυρίου και λατρέψατε το Βάαλ. Τώρα, λοιπόν, στείλε και συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες, στο όρος Κάρμηλος, όπως επίσης και τους 450 ιερείς του Βάαλ καθώς και τους 400 ιερείς των δασών της Αστάρτης, τους προστατευόμενους της βασίλισσας Ιεζάβελ» (Γ' Βασιλειών 18,15-19).

Ο Αχαάβ έστειλε μήνυμα σ' όλους τους Ισραηλίτες και συγκέντρωσε όλους τους ψευδοπροφήτες στο όρος Κάρμηλος. Ο Ηλίας πλησίασε το λαό και τους είπε, ως πότε θα αμφιταλαντεύεται ποιος θεός είναι ο αληθινός; Ο Κύριος ή ο Βάαλ; Εάν ο Κύριος είναι ο αληθινός Θεός ν' ακολουθήσουν αυτόν κι αν είναι ο Βάαλ ν' ακολουθήσουν εκείνον. Τους είπε ακόμη ότι είναι ο μόνος προφήτης του Κυρίου που απόμεινε στο βόρειο βασίλειο, ενώ οι προφήτες (ιερείς) του Βάαλ είναι 450 και 400 οι προφήτες των δασών της Αστάρτης. Ύστερα ζήτησε να φέρουν δύο μοσχάρια, το ένα για τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης και το άλλο για τον ίδιο. Έπειτα να κομματιάσουν τα μοσχάρια και να τα βάλουν πάνω στα ξύλα, χωρίς όμως να βάλουν φωτιά. Το ίδιο θα κάνει κι εκείνος. Στο τέλος οι ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης θα επικαλεστούν το όνομα του θεού τους και ο ίδιος θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου. Όποιος θεός ακούσει την προσευχή και στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, αυτός θα είναι ο αληθινός θεός. Κι όλος ο λαός συμφώνησε μαζί του (Γ' Βασιλειών 18,20-24).

Τότε ο Ηλίας είπε στους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης να διαλέξουν για τον εαυτό τους το ένα μοσχάρι και να επικαλεστούν το όνομα του θεού τους. Εκείνοι πήραν το μοσχάρι, το ετοίμασαν κι έπειτα προσευχήθηκαν στο Βάαλ να βάλει φωτιά στο θυσιαστήριο. Έτρεχαν και χοροπηδούσαν γύρω από το θυσιαστήριο παρακαλώντας το Βάαλ ν' απαντήσει στις προσευχές τους. Αλλά ο Βάαλ ούτε τους άκουγε ούτε τους απαντούσε.

Είχε φτάσει μεσημέρι και ο Ηλίας άρχισε να τους ειρωνεύεται και να τους εμπαίζει να φωνάξουν πιο δυνατά, γιατί θεός θα ήταν απασχολημένος ή θα κοιμόταν. Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν πιο δυνατά και να κάνουν χαρακιές στο σώμα τους, όπως συνήθιζαν, με ξίφη και με λόγχες, ώσπου το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω τους. Είχε φτάσει απόγευμα αλλά καμιά φωνή ή απάντηση δεν ερχόταν, ούτε κάποιο σημάδι ότι είχαν εισακουστεί (Γ' Βασιλειών 18,25-29).

Τότε ο Ηλίας είπε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης ν' απομακρυνθούν και ετοίμασε κι αυτός το μοσχάρι για το ολοκαύτωμα. Είπε τότε στο λαό να πλησιάσει. Πήρε τότε δώδεκα πέτρες, όσες ήταν οι φυλές του Ισραήλ, και ξανάχτισε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που είχε καταστραφεί. Ήταν το θυσιαστήριο στο οποίο ο Κύριος είχε δώσει στον Ιακώβ τ' όνομα Ισραήλ. Ύστερα έκανε γύρω από το θυσιαστήριο ένα μεγάλο αυλάκι που χωρούσε περίπου 25 κιλά νερό. Στοίβαξε τα ξύλα πάνω στο θυσιαστήριο, κομμάτιασε το μοσχάρι και το τοποθέτησε πάνω στα ξύλα. Ύστερα ζήτησε να φέρουν τέσσερις κάδους νερό και να τους χύσουν πάνω στα ξύλα. Αυτό το επανέλαβαν άλλες δύο φορές και το νερό έτρεξε γύρω από το θυσιαστήριο, και γέμισε το αυλάκι.

Τότε ο Ηλίας προσευχήθηκε με μεγάλη κραυγή στον ουρανό και ζήτησε από τον Κύριο ν' ακούσει την προσευχή του και να στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, ώστε να μάθει ο λαός ότι αυτός είναι ο Κύριος, ο μόνος αληθινός θεός.

Τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα, κι έκαψε ακόμα τις πέτρες και το χώμα, καθώς και το νερό που υπήρχε στο αυλάκι. Όταν ο λαός είδε αυτό το θαυμαστό γεγονός, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε τον Κύριο. Τότε ο Ηλίας είπε στο λαό να συλλάβουν τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, και ύστερα τους πήγαν στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξαν εκεί (Γ' Βασιλειών 18,29-40).

Στη συνέχεια ο προφήτης Ηλίας ανήγγειλε στον Αχαάβ το τέλος της ξηρασίας. Του είπε να φάει και να πιει, γιατί ακούει κιόλας τον ήχο από τη βροχή που έρχεται. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην κορυφή του Κάρμηλου για να φάει και να πιεί. Ο Ηλίας έσκυψε στη γη, έβαλε το πρόσωπό του ανάμεσα στα γόνατά του και προσευχόταν. Έπειτα είπε στον υπηρέτη του ν' ανέβει σε κάποιο ύψωμα και να κοιτάξει προς τη δύση που ήταν η θάλασσα. Ο υπηρέτης ανέβηκε, κοίταξε προς τη δύση και είπε πως δεν φαινόταν τίποτα. Ο Ηλίας του είπε να κάνει το ίδιο εφτά φορές. Την έβδομη φορά ο υπηρέτης είπε, πως βλέπει ένα μικρό σύννεφο, όπως η πατημασιά ενός ανθρώπου, που ανεβαίνει από τη θάλασσα και προμήνυε βροχή.

Τότε ο Ηλίας του είπε να πάει στον Αχαάβ και να του πει να κατέβει γρήγορα για να μην τον προλάβει η βροχή. Σε λίγη ώρα τα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό και ξέσπασε μεγάλη βροχή. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε για την Ιεζράελ. Ο Ηλίας έσφιξε το ρούχο του στη μέση και με τη δύναμη του Κυρίου, έτρεξε και προσπέρασε τον Αχαάβ φτάνοντας πρώτος στην Ιεζράελ (Γ' Βασιλειών 18,41-46).

Ο Αχαάβ διηγήθηκε στην Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας και πώς κατέσφαξε όλους τους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης. Τότε εκείνη οργισμένη έστειλε αγγελιοφόρο στον Ηλία και τον απείλησε με θάνατο για όσα έκανε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης. Ο Ηλίας φοβήθηκε. Σηκώθηκε κι έφυγε για να γλιτώσει τη ζωή του. Πήγε στη Βηρσαβεέ (Βέερ-Σεβά), που ανήκε στο βασίλειο του Ιούδα, και άφησε τον υπηρέτη του εκεί. Έπειτα προχώρησε μιας μέρας δρόμο στην έρημο και κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Παρακαλούσε τον Κύριο να πεθάνει και αποκαρδιωμένος έπεσε και κοιμήθηκε.

Τότε τον ξύπνησε ένας άγγελος και του έδωσε να φάει μια λαγάνα ψημένη κι ένα κανάτι νερό να πιει. Ο Ηλίας έφαγε, ήπιε και ξάπλωσε πάλι. Αλλά ο άγγελος του Κυρίου τον ξύπνησε για δεύτερη φορά και του είπε να φάει και να πιεί, γιατί έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του (Γ' Βασιλειών 19,1-7).

Τότε ο Ηλίας σηκώθηκε, έφαγε και ήπιε, και με τη δύναμη εκείνης της τροφής βάδισε σαράντα μερόνυχτα ως το βουνό του Θεού, το Χωρήβ. Εκεί μπήκε σε μια σπηλιά όπου πέρασε τη νύχτα. Τότε του μίλησε ο Κύριος και του είπε: «Τι ζητάς εδώ πέρα, Ηλία;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ αγωνίστηκα με μεγάλο ζήλο για σένα Κύριε, Παντοκράτορα, αλλά οι Ισραηλίτες αθέτησαν τη διαθήκη σου, γκρέμισαν τα θυσιαστήρια σου και κατέσφαξαν τους προφήτες σου. Έτσι έχω απομείνει εντελώς μόνος και οι εχθροί μου ζητούν κι εμένα να με θανατώσουν».

Τότε ο Κύριος είπε στον Ηλία: «Βγες αύριο έξω από τη σπηλιά και στάσου στο βουνό ενώπιόν μου, γιατί θα περάσω». Έτσι την άλλη μέρα ένας μεγάλος άνεμος και δυνατός έσχιζε τα βουνά και σύντριβε τους βράχους στο πέρασμά του, αλλά ο Κύριος δεν ήταν μέσα σ' εκείνον τον άνεμο. Μετά τον άνεμο έγινε σεισμός μεγάλος, αλλά ούτε στο σεισμό ήταν ο Κύριος. Μετά το σεισμό ήρθε φωτιά, αλλά ούτε στη φωτιά ήταν ο Κύριος. Και μετά τη φωτιά ακούστηκε ένας ήχος από ελαφρό αεράκι. Εκεί υπήρχε ο Κύριος.

Μόλις το άκουσε ο Ηλίας, σκέπασε το πρόσωπό του με το μανδύα του και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς. Και τότε πάλι ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι ζητάς εδώ πέρα, Ηλία;» Αυτός έδωσε την ίδια απάντηση, όπως και την προηγούμενη φορά.

Τότε ο Κύριος τον έστειλε να πάει στη Δαμασκό κι όταν φτάσει εκεί, να χρίσει ως βασιλιά της Συρίας, τον Αζαήλ. Μετά να χρίσει τον Ιού, γιο του Ναμεσσί, ως βασιλιά στον Ισραήλ και τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, να τον χρίσει προφήτη για να τον διαδεχτεί. Του είπε ακόμη πως όποιος σωθεί από το ξίφος του Αζαήλ, θα τον σκοτώσει ο Ιού κι όποιος γλιτώσει από τον Ιού θα τον σκοτώσει ο Ελισαίος. Αλλά θ' αφήσει ζωντανούς 7000 Ισραηλίτες, όλους εκείνους που δε γονάτισαν να προσκυνήσουν, ούτε ασπάστηκαν με το στόμα τους το άγαλμα του Βάαλ (Γ' Βασιλειών 19,8-18).

Όταν ο Ηλίας αναχώρησε από εκεί, συνάντησε τον Ελισαίο που όργωνε. Μπροστά του πήγαιναν δώδεκα ζευγάρια βόδια κι εκείνος οδηγούσε το δωδέκατο. Ο Ηλίας τον πλησίασε και του πέταξε πάνω του το μανδύα του. Τότε ο Ελισαίος κατανόησε αυτή την πράξη, άφησε τα βόδια κι έτρεξε πίσω από τον Ηλία. Τον παρακάλεσε να πάει ν' αποχαιρετήσει τον πατέρα του και μετά θα τον ακολουθήσει. Έτσι ο Ελισαίος πήρε τα βόδια του και τα θυσίασε στον Κύριο. Με τα ξύλα του αλετριού έβρασε το κρέας και το μοίρασε στο λαό κι έφαγαν. Ύστερα ακολούθησε τον Ηλία κι έγινε υπηρέτης του (Γ' Βασιλειών 19,19-21).

Όταν έφτασε ο καιρός ο Κύριος να πάρει τον Ηλία στον ουρανό, ο Ηλίας και ο Ελισαίος αναχώρησαν από τα Γάλγαλα. Ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στη Βαιθήλ. Αλλά ο Ελισαίος του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει. Έτσι πήγαν μαζί στη Βαιθήλ. Οι προφήτες που βρίσκονταν στη Βαιθήλ είπαν στον Ελισαίο, εάν γνώριζε ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον Ηλία στον ουρανό; Ο Ελισαίος τους απάντησε πως το γνώριζε. Έπειτα ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στην Ιεριχώ. Ο Ελισαίος όμως του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει. Έτσι πήγαν μαζί στην Ιεριχώ. Οι προφήτες που βρίσκονταν στην Ιεριχώ είπαν στον Ελισαίο, εάν γνώριζε ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει τον Ηλία στον ουρανό; Ο Ελισαίος τους απάντησε πως το γνώριζε. Έπειτα ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να μείνει εκεί, γιατί ο Κύριος τον έστελνε στον Ιορδάνη. Ο Ελισαίος όμως του απάντησε πως ορκίστηκε να μην τον εγκαταλείψει. Έτσι πήγαν μαζί στον Ιορδάνη (Δ' Βασιλειών 2,1-6). Τους ακολούθησαν και 50 προφήτες, οι οποίοι στάθηκαν απέναντί τους σε κάποια απόσταση, ενώ ο Ηλίας και ο Ελισαίος στάθηκαν στις όχθες του Ιορδάνη. Τότε ο Ηλίας πήρε τον μανδύα του, τον δίπλωσε και χτύπησε τα νερά του ποταμού. Ο Ιορδάνης χωρίστηκε στα δύο και οι δύο άνδρες πέρασαν απέναντι στην έρημο.

Όταν πέρασαν απέναντι ο Ηλίας είπε στον Ελισαίο να του ζητήσει ότι θέλει πριν αναληφθεί στον ουρανό. Ο Ελισαίος του είπε να του δώσει διπλό το προφητικό του χάρισμα. Ο Ηλίας του είπε πως του ζητάει δύσκολο πράγμα, ωστόσο εάν τον δει να ανεβαίνει στον ουρανό, τότε θα πραγματοποιηθεί αυτό που του ζήτησε. Κι ενώ βάδιζαν και συνομιλούσαν ξαφνικά ένα πύρινο άρμα με πύρινα άλογα τους χώρισαν και ο Ηλίας μέσα σ' ένα ανεμοστρόβιλο ανέβαινε στον ουρανό. Ο Ελισαίος καθώς τον έβλεπε να ανεβαίνει φώναξε «Πατέρα μου, Πατέρα μου, εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ» (Δ' Βασιλειών 2,7-12).

Κι όταν πια ο Ελισαίος τον έχασε από τα μάτια του, έσχισε τα ρούχα του σε δυο κομμάτια. Έπειτα σήκωσε από κάτω τον μανδύα του Ηλία που τον είχε αφήσει να πέσει από ψηλά και αφού γύρισε πίσω, στάθηκε στην όχθη του Ιορδάνη. Πήρε το μανδύα του Ηλία και χτύπησε τα νερά, αλλά εκείνα δεν χωρίστηκαν όπως προηγουμένως. Τότε ο Ελισαίος φώναξε «Που είναι ο Θεός του Ηλία;» Έπειτα ξαναχτύπησε τα νερά κι εκείνα χωρίστηκαν στα δύο και ο Ελισαίος πέρασε τον Ιορδάνη.

Οι προφήτες που ήταν απέναντι προς την Ιεριχώ, είδαν το θαύμα και είπαν πως το προφητικό πνεύμα του Ηλία πήγε πια στον Ελισαίο. Ύστερα από λίγο, αφού τον συνάντησαν και τον προσκύνησαν, του είπαν πως είναι δούλοι του και να τους επιτρέψει να πάνε να ψάξουν μήπως ο Κύριος άφησε τον Ηλία σε κάποιο βουνό ή σε κάποιο άλλο μέρος. Ο Ελισαίος δεν τους επέτρεψε, αλλά εκείνοι επέμεναν τόσο, ώστε στο τέλος ο Ελισαίος δέχτηκε. Έτσι οι προφήτες έστειλαν 50 άνδρες για ν' αναζητήσουν τον Ηλία. Εκείνοι τον έψαχναν για τρεις ημέρες, αλλά δεν τον βρήκαν. Έτσι επέστρεψαν άπρακτοι στον Ελισαίο που καθόταν στην Ιεριχώ, ο οποίος τους υπενθύμισε πως τους είχε πει να μην τον αναζητήσουν (Δ' Βασιλειών 2,12-18).

Στην Καινή Διαθήκη, το όνομα του Προφήτη Ηλία αναφέρεται πολλές φορές από τον Ίδιο τον Ιησού Χριστό. Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Προδρόμου, είπε πως ο Ιωάννης θα ερχόταν «ν πνεύματι και δυνάμει Ἠλίου» (Λουκ., κεφ. α, στ. 17), θα είχε δηλαδή τα γνωρίσματα και το ζήλο του Προφήτη Ηλία. Ο Ιησούς Χριστός, όταν έδωσε μαρτυρία για τον Πρόδρομο Ιωάννη κι έπλεξε το εγκώμιό του, είπε πως αυτός ήταν ο Ηλίας «Αν θέλετε, να το παραδεχθείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που έμελλε να έλθει».

Το πιο σπουδαίο είναι ότι οι μαθητές επάνω στο βουνό, κατά τη Θεία Μεταμόρφωση, είδαν τους δυο Προφήτες, τον Μωϋσή και τον Ηλία, να συνομιλούν με τον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά φανερώνουν την ξεχωριστή θέση του Προφήτη Ηλία ανάμεσα στους Προφήτες και μέσα στη συνείδηση του λαού. 

Ο Ηλίας ήταν ένας μεγάλος Προφήτης με πλήρη εμπιστοσύνη στο Θεό και άνθρωπος προσευχής, όπως αναφέρει και ο Απόστολος Ιάκωβος στην επιστολή του (5,17-18). Ο Ηλίας, όπως και ο Ενώχ, ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι, οι οποίοι αναλήφθηκαν στον ουρανό χωρίς να έχουν πεθάνει.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει την μνήμη του στις 20 Ιουλίου.


ΠΗΓΗ:   orthodoxoiorizontes.gr  και www.saint.gr


Εμφανίσεις του Προφήτη Ηλία στην σημερινή εποχή

Στις 2 Μαρτίου του 1979 εμφανίστηκε ο Προφήτης Ηλίας σε έναν ταξιτζή και κήρυξε ΜΕΤΑΝΟΙΑ και ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ του κόσμου στον δρόμο του Θεού. Συγκεκριμένα, ο Προφήτης Ηλίας εμφανίστηκε ως Καλόγηρος στον Πειραιά, όπου πήρε ένα ταξί, για να πάει στην Καστέλλα. Εκεί υπάρχει μια Εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Με το που φτάνουν στην Εκκλησία, κάνει ο ταξιτζής να δει το ποσό που του οφείλει ο Καλόγηρος και βλέπει να μην υπάρχει Καλόγηρος στο ταξί και την πόρτα του ταξί ανοιχτή! Χάθηκε εν ριπή οφθαλμού! Πουθενά ο Καλόγηρος! Κατεβαίνει ο ταξιτζής από το ταξί του, για να κλείσει την πίσω πόρτα του αμαξιού και βλέπει στο κάθισμα, όπου καθόταν ο Καλόγηρος, ένα χαρτί που έγραφε: "ΜΕΤΑΝΟΗΣΑΤΕ, κλάψετε, θρηνήσατε, πενθήσατε, ΝΗΣΤΕΨΑΤΕ, ΕΠΙΣΤΡΕΨΑΤΕ! Έρχεται, έρχεται, ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΦΑΓΗ! Κακό και ανεμοθύελλα στην Οικουμένη και στην Ελλάδα". Και κάτω από τα λόγια αυτά βλέπει ο ταξιτζής στο σημείωμα μια υπογραφή με το όνομα: "Προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης".

Δημήτριος Παναγόπουλος, Ιεροκήρυκας (1916-1982)


Ομιλία του Δημητρίου Παναγόπουλου για τον Προφήτη Ηλία